- ἀγλαόδενδρος
- ἀγλᾰόδενδρος, -ον1 with lovely trees κλυτὰν Λοκρῶν ματέρ' ἀγλαόδενδρον (τὴν Ὀποῦντα. Σ.) O. 9.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αγλαόδενδρος — ἀγλαόδενδρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + δένδρον] … Dictionary of Greek
ἀγλαόδενδρον — ἀγλαόδενδρος with beautiful trees masc/fem acc sg ἀγλαόδενδρος with beautiful trees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοδένδρου — ἀγλαόδενδρος with beautiful trees masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek