ἀγλαόδενδρος

ἀγλαόδενδρος
ἀγλᾰόδενδρος, -ον
1 with lovely trees κλυτὰν Λοκρῶν ματέρ' ἀγλαόδενδρον (τὴν Ὀποῦντα. Σ.) O. 9.20

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγλαόδενδρος — ἀγλαόδενδρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + δένδρον] …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαόδενδρον — ἀγλαόδενδρος with beautiful trees masc/fem acc sg ἀγλαόδενδρος with beautiful trees neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαοδένδρου — ἀγλαόδενδρος with beautiful trees masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”